- εϋληριανός
- -ή, -όχαρακτηρισμός που αναφερόταν σε μαθηματικούς όρους οι οποίοι φέρουν την ονομασία τού Ελβετού μαθηματικού Όιλερ («εϋληριανά ολοκληρώματα» — ολοκληρώματα Όιλερ).[ΕΤΥΜΟΛ. Παράγωγο τού κύριου ονόματος Euler, με εξελληνισμένη προφορά].
Dictionary of Greek. 2013.